- διαλεχτός
- η , ό1) отборный; 2) избранный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαλεχτός — ή, ό (Μ διαλεκτός, ή, όν) [διαλέγω] 1. επίλεκτος, εκλεκτός, διαλεγμένος 2. διαπρεπής, διακεκριμένος … Dictionary of Greek
διαλεχτός — ή, ό διαλεγμένος, εκλεκτός, ξεχωριστός: Ο μανάβης μας έχει πάντα διαλεχτά φρούτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-τος — παραγωγική κατάληξη επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη to , θεματική μορφή τής επέκτασης t (πρβλ. αρχ. ινδ. crutas, αβεστ. sruta , λατ. in clutus, ελλ. κλυτός). Η κατάληξη τος απαντά κυρίως … Dictionary of Greek
έκλογος — (I) ἔκλογος, ο (Α) 1. διήγηση 2. ισολογισμός. (II) ἔκλογος, ον (AM) μσν. παράλογος αρχ. εκλεκτός, διαλεχτός … Dictionary of Greek
διακρίνω — (AM διακρίνω) 1. κάνω διάκριση, ξεχωρίζω, διαστέλλω κάτι από κάτι άλλο 2. παρατηρώ, ξεχωρίζω 3. βλέπω καθαρά 4. ερμηνεύω, εξηγώ (όνειρα, χρησμούς κ.λπ.) 5. ( ομαι) ξεδιαλύνω τις σκέψεις μου, αναλογίζομαι νεοελλ. 1. φροντίζω 2. διακρίνομαι… … Dictionary of Greek
διαλέγω — και διαλέω (AM διαλέγω) κάνω επιλογή, επιλέγω νεοελλ. 1. (για λουλούδια, καρπούς) συλλέγω, συνάζω, μαζεύω 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) διαλεγμένος εκλεκτός, διαλεχτός αρχ. 1. κάνω διάκριση, ξεχωρίζω 2. αποχωρίζω, διαχωρίζω 3. προσπαθώ να βρω … Dictionary of Greek
διαλεκτός — Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει είτε ένα τοπικό γλωσσικό ιδίωμα σε αντιδιαστολή προς μία εθνική γλώσσα είτε μία ομάδα τοπικών ιδιωμάτων, τα οποία, πέρα από παραλλαγές, σημαντικές σε ορισμένες περιπτώσεις, περιέχουν κοινά φωνητικά,… … Dictionary of Greek
εκλέγω — (I) (AM ἐκλέγω) Ι. 1. διαλέγω, ξεχωρίζω 2. αναδεικνύω κάποιον σε αξίωμα με εκλογή, με ψηφοφορία 3. μαζεύω, συλλέγω 4. (για τον θεό) διαλέγω και προορίζω αρχ. μσν. (για φόρους) εισπράττω αρχ. 1. αποσπώ, αφαιρώ 2. δηλώνω, κοινοποιώ 3. (μτχ. παθ.… … Dictionary of Greek
εκλεκτός — και εκλεχτός, ή, ό (AM ἐκλεκτός, ή, όν) 1. (για πρόσ. και πράγμ.) διαλεχτός, εξαιρετικός 2. αυτός που εκλέχθηκε σ ένα αξίωμα 3. εξαιρετικής ποιότητας 4. ως ουσ. οι εκλεκτοί αυτοί τους οποίους διάλεξε ο θεός, οι αγαπημένοι τού θεού («πολλοὶ κλητοὶ … Dictionary of Greek
εξαίρετος — η, ο (AM ἐξαίρετος, ον) [εξαιρώ] 1. εκλεκτός, διαλεχτός («εξαίρετος δάσκαλος, φίλος», «πολλαὶ δὲ γυναῑκές εἰσὶν ἐνὶ κλισίῃς ἐξαίρετοι», Ομ. Ιλ.) 2. όχι συνηθισμένος ή τυχαίος («μετ εξαίρετου τιμής, υπολήψεως», «ἐξαίρετον ἕλε μόχθον») νεοελλ. το… … Dictionary of Greek
επίλεκτος — η, ο (AM ἐπίλεκτος, ον) [επιλέγω] εκλεκτός, διαλεχτός μσν. εκείνος που γίνεται με φροντίδα αρχ. (για στρατιώτες) α) αυτός που κατατάχθηκε μετά από επιλογή β) έκτακτος … Dictionary of Greek